- σφίγγονται
- σφίγγωbind tightpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολεόσπασμος — Ακούσια, επώδυνη σπασμωδική σύσπαση των κυκλοτερών μυών του κατώτερου τρίτου του κόλπου, που καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη τη σεξουαλική επαφή. Η γυναίκα που υποφέρει από κ. ενδέχεται να μην μπορεί να υπομείνει μια εσωτερική εξέταση της πυέλου ή… … Dictionary of Greek
ερπυσμός — Η αργή ροή ενός στερεού πάνω στο οποίο επενεργούν δυνάμεις. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου πέτρινα υπέρθυρα δοκάρια και επιτύμβιες πλάκες κάμπτονται υπό την επίδραση της βαρύτητας ύστερα από πολλά χρόνια, μεταλλικές βίδες στα θερμά τμήματα μηχανών … Dictionary of Greek
κνημιοσφίγκτης — ο εργαλείο με το οποίο σφίγγονται οι ακτίνες τών τροχών, ακτινοσφίγκτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημιο (< κνήμη) + σφίγκτης (< σφίγγω), πρβλ. ακτινο σφίγκτης. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. serre rais. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ.… … Dictionary of Greek
πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… … Dictionary of Greek